Δύο νέα ποιήματα του συγχωριανού μας Αθανάσιου Χριστοδούλου δημοσιεύουμε σήμερα.Απολαύστε τα....
Η ΡΟΖΑ
H Θάλασσα είναι όμορφη και τρομερή,
ελεύθερη και ελεύθεροι όσοι ζουν σ’ αυτή.
Ρουφάει τα «μαθητούδια» και τα όνειρα των κοριτσιών,
χαρούμενες ιστορίες, ιστορίες λυπηρές των ναυτικών.
Θα μπορούσα να σπουδάσω γιατρός, μηχανικός,
δεν με τραβούσε η στεριά, δεν ήξερα τι ακριβώς!
Η μοίρα μου ήταν η θάλασσα, φαρδύς και ακαθόριστος δρόμος
του θανάτου, του έρωτα, στην περιπέτεια μαζί και μόνος.
Ο άνεμος ξεσηκώνει τα γαλάζια, της θάλασσας, νερά,
ένα «τατουάζ» θανάτου καρφωμένο στην καρδιά.
Μέρες χαρούμενες κι’ άλλες μέρες λυπηρές
σπάζουν τα χέρια του τιμονιέρη, σπάζουν κι οι καρδιές.
Οι αστραπές στέκονται στον ουρανό, γίνονται αστέρια,
τα κύματα μικραίνουν, λευκά τα όνειρά μου περιστέρια.
Ο έρωτας μια μουσική, από τις πιο γλυκές
κι εγώ θυμάμαι την Αννούλα, στις όμορφες στιγμές.
Ο πληγωμένος κλαίει κι όποιος κλαίει υποφέρει,
το μανιασμένο κύμα, απόψε, τι θα φέρει;
Η νύχτα είναι φτιαγμένη για έρωτα στην αμμουδιά
μια μιγάδα όμορφη, χωρίς όνομα στου έρωτα την αγορά.
Η Ρόζα με το ωραίο σώμα, τα σκουλαρίκια της στ’ αυτιά,
δεν φοβάται κανέναν, τα βάζει με όλους, ψάχνει για καυγά.
Περνάει λικνίζοντας το σώμα της προκλητικά.
Ξεγελιούνται με της Ρόζας, οι ταξιδευτές, την ομορφιά.
Όλοι φοβούνται το ξυράφι που’ χει στο «παρδαλό» φουστάνι,
του λιμανιού οι «γαύροι» συνωστίζονται στου έρωτα τη «στάνη».
Το «μαχαίρι» που’ χει το στήθος της και η γερή γροθιά συντρίμμια,
του έρωτα τα «μαθητούδια» τρελαίνονται, στου λιμανιού τα καλντερίμια.
ΚΑΡΑΛΗΣ-ΚΑΒΡΑΚΟΣ
Νεοχώρι, ορεινό χωριό στης Όθρυς την οροσειρά,
γεωργοί, κτηνοτρόφοι, οι κάτοικοι ζούσαν με τα «ζωντανά»,
πρόβατα, γίδια και γελάδια όλους τους το βιός
δύσκολες συνθήκες, σκληρός της φτώχειας ο « ζυγός».
Τα λιγοστά, άγονα, χωράφια να καρπίσουν θέλανε πολύ δουλειά
απ’ την ανατολή ως τη δύση άνδρες, γυναίκες και παιδιά
στον ήλιο, στη βροχή, στο κρύο, μεγάλη υπομονή χωρίς βαρυγκωμιά
με λιγοστές χαρές, με λιγοστά τα γλέντια, της φτώχειας σκέπαζαν τη «χειμωνιά».
Οι οικογένειες πολυμελής, η απόκτηση πολλών παιδιών, λέγαν, ήταν ευλογία
χωρίς ραδιόφωνα, χωρίς τηλεοράσεις, έψαχναν αλλού την ευτυχία,
για να κάνεις προκοπή, κοπάδια ν’ αποκτήσεις , χωράφια και λεφτά
ήθελε να’ χεις , τσοπάνηδες, ζευγάδες , θεριστάδες και τα χέρια σουγερά.
Όργωναν τα χωράφια, ολημερίς, σέρνοντας τ’ αλέτρι ένα ζευγάρι
άλογα, βόδια, αγκομαχώντας απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ.
Κι ο «Τσουδερός» αλώνιζε, καμιά φορά, με παράξενο ζευγάρι
άλογο και γάιδαρο μαζί, κουνώντας το καμιτσίκι απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Ο μεγάλος γιος του «Τσουδερού», ο Μήτσος, όργωνε μ’ ένα ζευγάρι βόδια,
τον «Καραλή και τον Καβράκο , της ζωής ν’ ανθίσουνε τα «ρόδια»
να τελειώσει η σπορά, να πέσει η βροχή, να γίνουν τα σπαρτά
να’ ρθει η άνοιξη, να’ ρθει το καλοκαίρι, κι ο θεριστής να φέρει τον «παρά».
Πάμε Καραλή, άντε Καβράκο τράβα, δυνατά και με ρυθμό φωνάζει,
ο Μήτσος, τραβώντας το σχοινί, τ’ αλέτρι αναστενάζει,
την αγωνία του ζευγά να οργώσει το χωράφι να πάει καλά η σοδειά
καταλαβαίνουν τα βόδια, υπάκουα, τραβούν τη μοίρα τους σκυφτά.
Με τον Καραλή και τον Καβράκο, τους δυο καλούς βοηθούς
τραβούσε το δρόμο των ονείρων που « συνοδεύει» τους φτωχούς,
άξιος, πεισματάρης, γεωργός και κτηνοτρόφος στο χωριό
οικογενειάρχης, πρωτομάστορας, στη Λαμία, έσυρε καλά της επιτυχίας το χορό.