http://www.youtube.com/watch?v=UhUpIwDhlSA&feature=youtu.be
Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012
Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΘΑΝΑΣΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟΧΩΡΙ
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ «ΟΘΡΥΣ»
Γιορτή τής Μεγαλόχαρης , μητέρα των μητέρων δεν είν’ άλλη
στο εκκλησάκι του χωριού, στην «Παναϊά»όπως λένε, χαρά μεγάλη
γίνεται τη μέρα αυτή, Νεοχωρίτες χωριανοί και φίλοι συμμετέχουν στη γιορτή,
λάμπει η εκκλησία, λάμπει η φύση, λάμπουν τα πρόσωπα χαρούμενα τη μέρα αυτή.
Με σεβασμό στην Παναγιά, στων χωριανών τα έθιμα και ήθη
συρροή επισκεπτών στην δεντρόφυτη περιοχή, παρούσα και «ήβη»
μικρά παιδιά, νέοι και νέες συμμετέχουν με κέφι στη γιορτή
καμαρώνουν οι παππούδες, χαίρετε η ψυχή τους κλείνει κάθε τους «πληγή».
Θυμούνται οι «παππούδες» τα δικά τους νιάτα στα ίδια μέρη σ’ άλλη εποχή
δύσκολα και μίζερα χρόνια, πέρασαν πολέμους του 41 έζησαν την κατοχή,
βλέπουν τώρα τα παιδιά τους χαρωπά να στήνουν το χορό,
«παίζει» το κλαρίνο, λικνίζονται κορμιά στην «πίστα» με τραγουδιστή τον Πετεινό.
Τα «σόϊα» τη μέρα αυτή κάθονται αντάμα, αγάπης ,συμφιλίωσης ημέρα
κάτω από τον «δέντρινο» ίσκιο απλώνουν τα «καλούδια» πέρα ως πέρα,
μοσχομυρίζουν τ’ αρνιά και τα κατσίκια κι οι πίτες από χέρια «δουλεμένα»,
μπύρες, γλυκό κρασί, κρύο νερό, κόκα-κόλα αμερικάνικη, της φυλής τα «πεπρωμένα».
Πάνω στο γλέντι , στο φαγοπότι, στη χαρά μιλάνε για τα χρόνια τους τα παιδικά
στις αλάνες του χωριού ξυπόλητοι, ξένοιαστοι με σεβασμό στου χωριού τα «γηρατειά»
κάνανε τις τρέλες δίχως φόβο δίχως μη το ένα, μη το άλλο, χωρίς διότι και γιατί
δίχως στρώμα και κρεβάτι να πλαγιάσουν, με την κάπα πλάγιασαν τα βράδια καταή.
Πιστοί, οι Νεοχωρίτες, από παλιά πήγαιναν ν’ ανάψουν τα κανδήλια στη δική τους Παναγιά,
να πάρουν δύναμη να ξαποστάσει η ψυχή τους, τους κήπους να ποτίσουν με τ’ άφθονα νερό
σε κάποια του χωριού, οικογενειακή ή προσωπική δύσκολη στιγμή,
καταφύγιό η Μεγαλόχαρη, έσβηνε τον πόνο , στης ευτυχίας οδηγούσε την «ακτή» .
Από γενιά σε γενιά, στο ορεινό χωριό, συνεχίζεται το έθιμο «αυτό»,
μα πιο πολύ η πίστη στη κυρά Παναγιά, πού’ χει το χωριό
υπό τη σκέπη της, σ’ αυτή οι χωριανοί εναποθέτουν την κάθε τους ελπίδα
άσβεστο φως, θείος οδηγός, δύναμη ψυχής για λεύτερη πατρίδα.
«Άγγιγμα ψυχής» κάθε αναφορά στης Παναγιάς την εκκλησιά
μα πιο πολύ όταν ακούω τον « χοντρό» * να λέει ταπεινά
βρέχει, χιονίζει θα πάω στην Παναγιά το καντήλι της ν’ ανάψω
μεσ’ τη γλυκιά τη σιωπή κάθε μου πίκρα να ξεχάσω.
Λαμία 17-8-2010
ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟΧΩΡΙ
Σαββατόβραδο, τσουχτερό το κρύο, η θερμοκρασία στους μηδέν βαθμούς,
ανηφορίζω μετά της συμβίας, να συναντήσω κάποιους φίλους τυχερούς,
που χαίρονται του χωριού την ηρεμία, τη φύση, το κυνήγι και τη μοναξιά,
στο σπίτι, στο καφενείο, στο δάσος και στην Παναγιά.
Στο ερημικό εκκλησάκι της Παναγιάς, των χωριανών παρηγοριά,
τρεμοσβήνει το καντήλι στου χειμώνα του βοριά,
αναμμένο απ’ το Θανάση το «χοντρό», βράδυ ή πρωί
γεμίζει με λάδι το καντήλι και με τη δέουσα τ΄ ανάβει προσοχή.
Αψηφά το κρύο, το λασπωμένο δρόμο, στην ερημιά τον οδηγούν τα βήματά του,
τρομάζει στην ιδέα της εγκατάλειψης, πραγματοποιεί το όραμά του
μη μείνει σβηστό της Παναγιά μας το καντήλι
στο καφενείο περίμενε ο «χοντρός», στο σπίτι οι καλοί μας φίλοι.
Ο Σταύρος, ο σπιτονοικοκύρης, κι η Αλεξία η κυρά
με χαρά μας υποδέχτηκαν, καθίσαμε στο τζάκι τους κοντά,
έκαιγαν τα κούτσουρα στο τζάκι, όμορφα να βλέπεις τη φωτιά,
της φλόγας να ξεπηδούν οι γλώσσες, των θαμώνων συντροφιά.
Πλούσιο το δείπνο, στρωμένο το τραπέζι από κυράδες δυο με «μπρίο»
στην ψησταριά με τη φωτιά παλεύει ο Σταύρος, στο τσουχτερό το κρύο,
ο «χοντρός» δίνει εντολές να ψηθούν τα κρέατα καλά,
το κοκορέτσι έτοιμο, νόστιμο, ζεστό, το κόκκινο κρασί «μεταλαβιά».
Ο Μήτσος με το «μόρτικο» στυλάκι, χτενισμένος με μεράκι,
δε λέει όχι, θέλει να φάει, θέλει να πιει λίγο κρασάκι
κι ό Κώστας, κάτοικος καματερού, με Πολωνή συμβία,
στη «δίνη» του φαγητού δεν έλειψαν τ’ αστεία.
Τον πρώτο λόγο οι «πικάντικες» αναμνήσεις των Νεοχωριτών,
πού έζησαν τη βουκολική ζωή, στα πλάγια των βουνών,
γραφικές φιγούρες, μπαρουτιασμένοι απ’ της φτώχειας τον καημό
αγρότες, κτηνοτρόφοι, ξυλοκόποι, σήκωσαν τη πίκρας το σταυρό.
ΠΟΙΗΣΗΣ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟΧΩΡΙ
Ποίησης βραδιά
στο Νεοχώρι εκεί ψηλά,
ξεδιπλώθηκε το παρελθόν
οι Νεοχωρίτες δήλωσαν «παρών».
Του πενήντα και , εκθέσεις,
της ζωής μας παρενθέσεις,
«βουκόλων» μαθητών
γραμμένες προ πολλών ετών.
Ποιήματα συγχωριανών,
δασκάλων και καθηγητών,
παρόντων και απόντων
μετά κερδισμένων πόντων.
Συστράτευση καθολική,
διάβασαν νεαροί και νέες,
απήγγειλαν νέο μεσόκοπες ωραίες.
Δεν έλειψε βεβαίως,
η φωνή του γραμματέως,
με τους δύσκολους τους χρόνους
να κερδίζει πάλι πόντους.
Οι δάσκαλοι μας καθισμένοι,
με αναμνήσεις μεθυσμένοι,
«πλακέτες» αναμνηστικές
Θεέ μου! Τι όμορφες στιγμές.
Στρωμένο το τραπέζι
δίχως μουσική να παίζει,
αραδιασμένο το «ψητό»
πετύχαμε και φέτος το σκοπό.
22.08.03
Ο « ΣΑΚΗΣ» ΤΩΝ ΑΙΘΕΡΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Δικοί μας είναι οι ουρανοί
μόνο ψηλά πετούν οι «γερανοί»,
στο Αιγαίο κανείς να μην πατήσει
των αεροπόρων η καρδιά ποτέ να μη λυγίσει.
Εκεί ψηλά, με της καρδιά σου τα φτερά
πέταξες πολλές φορές , γεμάτη η ψυχή σου από χαρά,
πιστεύεις στης Πατρίδας τα ιδανικά
με την ανεμόσκαλα της γνώσης ανέβηκες ψηλά.
Έκανες το «γέρο» σου περήφανο, χαίρεται γι’ αυτό
κάποιος άλλος «γέρος» καμάρωνε για ένα ναυτικό,
το βράδυ παρέα τα ξαδέρφια με κρασί,
με κέφι γιορτάσαμε την πορεία σου αυτή.
Ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου η ευτυχία
βάλσαμο καρδιάς κάθε σου επιτυχία,
τώρα οδεύεις στης Σκύρου το νησί,
άσε την πορεία προς την «Ιθάκη» ανοιχτή.
Σε λιμάνια αν « σειρήνες» ευτυχίας συναντήσεις μη σταθείς,
μη σε τρομάζουν οι μανούβρες της ζωής,
τράβα μπροστά και μη σε νοιάζει,
στους αιθέρες του Αιγαίου η λευτεριά φωλιάζει.
Λαμία Μάρτιος 2009
ΣΤΟ ΝΕΟΧΩΡΙ
Στο Νεοχώρι , Κυριακή πρωί , γιορτάζει η εκκλησιά
οι Άγιοι Ανάργυροι των χωριανών παρηγοριά,
πήγα και εγώ να προσκυνήσω,
τους προστάτες του χωριού μας να τιμήσω.
Μέσα κι έξω οι πιστοί
συναντιόνται συγγενείς και φίλοι τη μέρα αυτή,
στους θαυματουργούς Αγίους ημέρα αφιερωμένη
κάθε νοικοκύρης συγγενείς και φίλους περιμένει.
Στο προαύλιο , κάτω απ’ το γαλάζιο ουρανό
αρτοκλασία , ψάλλουν όλοι εν χωρώ
ανταλλάσσονται ευχές , φιλιά και χειραψίες
κοινονικοθρησκευτικές, διαχρονικές αξίες.
Στο κοντινό , κατηφορίζω καφενείο
συναντώ το τοπικό νοητικό αρχείο,
χώρος συμφιλίωσης τη μέρα της γιορτής
δε λείπουν βεβαίως κι’ οι γκριμάτσες της ντροπής.
Καφέδες , ούζα , σερβίρει σερβιτόρος νεαρός
θυμίζει την παράδοση που σέρνει ο χωρικός
ευχές και γέλια την ατμόσφαιρα ηλεκτρίζουν,
οι πιο πολλοί θυμούνται και δακρύζουν.
Ηρώο πεσόντων μαχητών εστήθη
γι’ αυτούς που πρόβαλαν τα στήθη
το χωριό τους , την Πατρίδα , την τιμή
να υπερασπίσουν στην υλική παράξενη ζωή.
Μεταξύ των ηρώων Νεοχωριτών , ο θείος μου ο Νίκος,
διαβάζω τ’ όνομα του αισθάνομαι ένα ρίγος,
έφυγε απ’ το χωριό να υπερασπίσει την Πατρίδα , νεαρός
άφησε το άψυχό του το κορμί στην Πίνδο ,δυστυχώς.
Μια φέτα δροσερό πεπόνι , με το θείο το στερνό
ένα μεζέ , λίγη μπύρα στο απέναντι στενό
στ’ άκρο του χωριού με καρτερούσαν
λίγο ψητό κι ένα αγγούρι δροσερό αρκούσαν.
Με τον Θανάση , τον αποκαλούμενο χοντρό,
τραβήξαμε στο δάσος , περάσαμε απ’ τον κιτιό
φθάσαμε στον κούφτα , ακουστός από παλιά,
ο παππούς μου κι ο πατέρας είχαν μαντριά.
Ο κούφτας , κρυφό ορμητήριο φυγής,
το σαράντα επτά περίοδο ορεινής νέας κατοχής,
από τον κούφτα , γλίστρησαν νύχτα βροχερή
να βρουν την τύχη στη Λαμία το πρωί
Ανάψαμε ένα κερί στης Παναγιάς το εξωκλήσι
η πόρτα ανοικτή , κανείς δε θα την κλείσει,
καίει αναμμένο απ’ το χοντρό ένα καντήλι
ακουμπισμένο στο σκαλί μπρος στην Ωραία Πύλη.
Πέρασα κι από των χωριανών την τελευταία κατοικία
έφυγαν απ’ τη ζωή γεμάτοι αγωνία
ο θειος -Φίλος , ο θειος -Παναγιώτης , η θεια- Αργυρώ
έφυγε μικρή , εξήντα επτά χρονώ.
Πιο πάνω ο γερο -Τσαμαδής με τη θεια- Ευγενία
από μικρή στα βάσανα , βρήκε ησυχία
κι ο Θανάσης περίμενε με το NIVA ανοικτό
φορτωμένος αναμνήσεις , φεύγω απ’ το χωριό.