Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΞΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥ:

ΤΑΣΟΣ ΤΣΑΜΑΔΗΣ
Αμούστακο παιδί, μικρός, μικρός γιδοβοσκός
σεργιάνησε ραχούλες μοναχός
στης Όθρυς τις βουνοκορφές, πάλευε όλη μέρα
είχε την κάπα συντροφιά, τον καθαρό αέρα.
Βόσκουν τα γίδια σιωπηλά, τα κυπριά χτυπάνε
κοιτάει ο Τάσος μακριά, τ’ ακούει να προγκάνε
λύκος ζυγώνει τα ζωντανά, ο σκύλος του γαυγίζει
τη παιδική του την καρδιά ο φόβος τη ραγίζει.
Με το ταγάρι στον ώμο κρεμασμένο, τριγυρίζει μοναχός
μόνο, μέσα απ’ το τραγούδι, τη Γκόλφω γνώρισε μικρός
τον κάλεσε η πατρίδα, να την υπηρετήσει
έμελε μ’ αυτή του τη φυγή, στις βουνοκορφές να μη γυρίσει.
Ντυμένο στο χακί, τον στείλανε στην Κύπρο, της πατρίδας φρουρό
στις αποστολές αυτές, θυμούνται το φτωχό λαό
μακριά από τα γίδια άλλαξε ζωή
βασανιζόταν τι θα κάνει, όταν απολυθεί.
Γύρισε, πολίτης, για ένα βράδυ στο χωριό
στη Κύπρο, στο στρατό άλλαξε μυαλό
“πατέρα θα φύγω , δε θέλω γίδια και χωράφια εγώ”
“στην Αθήνα, θα ψάξω την τύχη μου να βρω”
Του’ σφίξε το χέρι, ο παππούς του, ο γέρο Τσουδερός
«φύγε παιδί μου και να’ σαι τυχερός»
στην Αθήνα έστησε το τσαρδί του
αργότερα, η μικρή , τον ακολούθησε αδερφή του.
Μεροκάματο σκληρό, εδώ κι εκεί
δούλευε Σάββατο και Κυριακή
ώσπου, έγινε εισπράκτορας στα αστικά λεωφορεία
άλλαξε η ζωή, του χαμογέλασε η χαρά και η ευτυχία
Στο δημοψήφισμα το «Παπαδοπουλικό»
δεν πίστεψε , ήταν ο μόνος στο χωριό
φανερά και θαρραλέα, έριξε το όχι «δαγκωτό»
λεύτερη φτερούγιζε η ψυχή , στον σταυραετό.
Το σπίτι του, πάντα και σ’ όλους ανοιχτό
στέγασε κάθε πικραμένο, φίλο κι αδερφό
συνεπής ο Τάσος, σε κάθε κάλεσμα κοινωνικό
δίπλα του, η Κατίνα , συνέβαλε τα μέγιστα σ’ αυτό.
Απόμαχος της δουλειάς, στο χωριό π’ αγάπησε πολύ
το Νεοχώρι, που δεν το χόρτασε παιδί
στην άκρη του χωριού, τα δάση να αγναντεύει
θεμέλιωσε το σπιτικό και τη χαρά γυρεύει.
Στις συντροφιές, στο τζάκι, για τους βοσκούς κάτι έχει να πει
για τα κοπάδια, τ’ άρμεγμα, την τσοπάνικη ζωή
για τη ζωή του στην Αθήνα, τα πρώτα βήματά του
φτωχός, ξεκίνησε απ’ το χωριό, κοινωνικά τυφλός, δεν έβλεπε μπροστά του.
Στάθηκε όρθιος, πάλεψε σκληρά, βγήκε νικητής
προσπέρασε τις κακοτοπιές, της άπονης ζωής
να’ σαι ξάδερφε καλά, να σου δροσίζουν την καρδιά
τ’ αεράκι του χωριού, κι η καλή σου συντροφιά.
Λαμία 8-2-09 Αθανάσιος Δ. Χριστοδούλου